- αμφιπλίξ
- ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α)1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιπλίξ — astride indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLICHADES — Graecis Πλικάδες, dicitur totum id, quod inter scrotum et collum vesicae patet, quae summa pars est aperturae femorum crurumque. Pollux, τὰ μέν τοι μεταξὺ ποςθήματος καὶ ὀχεοῦ πλιχάδες καλοῦνται, a verbo πλίςςειν, quod est crura aperire ac… … Hofmann J. Lexicon universale
περιπλίξ — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* + επιρρμ. κατάλ. ς (πρβλ. αμφιπλίξ)] … Dictionary of Greek